Η κυβέρνηση ξέρει, μπορεί, δεν θέλει
Oι πολίτες της χώρας με την “καταπληκτική ποιότητα ζωής”, σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, κ. Μητσοτάκη, στενάζουν καθημερινά, εγκλωβισμένοι στον κλοιό της φονικής πανδημίας και της ακρίβειας. Το γεγονός καθόλου δεν συγκινεί την επιτελική κυβέρνηση που κατά τη γνωστή της μέθοδο, επιρρίπτει τις ευθύνες, όταν δεν τις φορτώνει στις πλάτες των πολιτών, σε εξωγενείς παράγοντες. Η πανδημία είναι διεθνής και ο πληθωρισμός εισαγόμενος. Τι κι αν, με πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, το ΕΣΥ έχει καταρρεύσει, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας εγκαταλειφθεί, ενώ ο πληθωρισμός άνω του 5% τινάζει στον αέρα τους προϋπολογισμούς των, ήδη ταλαιπωρημένων, νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων; Σύμφωνα με τα όσα αφήνει να διαρρεύσουν η κυβέρνηση, το οικονομικό της επιτελείο “παρακολουθεί”, “συσκέπτεται”, “σχεδιάζει”, αλλά οι πολίτες, εδώ και μήνες, όχι μόνο δεν βλέπουν φως στο τούνελ αλλά βλέπουν τις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης να έχουν εκτοξευθεί. Τα σούπερ μάρκετ να γίνονται… κοσμηματοπωλεία…
Όμως αυτή η εξέλιξη δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Πολύ πριν φθάσουμε στη σημερινή εκρηκτική κατάσταση η Κομισιόν είχε προτείνει στα κράτη μέλη της ΕΕ εργαλειοθήκη μέτρων κατά της ακρίβειας. Μέτρων που ήδη εφαρμόζουν οι 19 από τις 27 χώρες της ΕΕ. Μέτρων που όμως πεισματικά απορρίπτει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Η μετά βδελυγμίας απόρριψη της τεκμηριωμένης πρότασης, όχι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά της Κομισιόν, για μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, που θα αποκλιμάκωνε σημαντικά την πίεση της ακρίβειας σε νοικοκυριά, μικρομεσαίους επιχειρηματίες και αγρότες, με την δικαιολογία “να μην αυξηθεί το έλλειμμα”, δεν είναι νομοτέλεια. Είναι σαφής πολιτική επιλογή όπως είναι και η μείωση του φόρου κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων ή του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου. Ή η παντελής έλλειψη ελέγχων στην αγορά.
Η σημερινή κυβέρνηση αποφασίζει μετά λόγου γνώσεως. “Μα είναι δυνατόν να μην την ενδιαφέρει η δυσαρέσκεια των πολιτών;”, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος καλόπιστος. Η απάντηση σχετίζεται με τον πυρήνα των πολιτικών προτεραιοτήτων της νεοδεξιάς εξουσίας. Βάζει πάνω από όλα την εύνοια στους ολίγους και ισχυρούς (πχ 5 δις σε απευθείας αναθέσεις με πρόσχημα την πανδημία) σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική πειθαρχία σε βάρος των πολλών, που για παράδειγμα πρέπει να συνεχίσουν να πληρώνουν ψωμί με αυξημένο ΦΠΑ. Ένα είδος μνημονιακής πολιτικής χωρίς μνημόνια δηλαδή!
Μια καταστροφική πολιτική, με τη σφραγίδα του Κ. Μητσοτάκη, σε όλα τα επίπεδα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ. Και αυτό δεν είναι αντιπολιτευτική διαπίστωση αλλά το μαρτυρούν έρευνες όπως εκείνη, φέτος τον Ιανουάριο, του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, πέρα από τη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, οι καθαρές αποδοχές τυπικού νοικοκυριού με δύο παιδιά, στη χώρα μας, αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Στον τομέα της ανεργίας, η Ελλάδα έχει τα πρωτεία στην μακροχρόνια ανεργία ενώ καταγράφει το 3ο τρίμηνο του 2021 τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με τις γυναίκες να είναι τα πρώτα θύματα. Κανένα από τα ζητήματα αυτά δεν βρίσκεται στην ατζέντα της κυβέρνησης: από επιλογή και όχι από ανάγκη. Όχι γιατί η κυβέρνηση δεν ξέρει. Όχι γιατί δεν μπορεί. Αλλά γιατί δεν θέλει εξαιτίας της ιδεοληπτικής της εμμονής στις χρεοκοπημένες συνταγές που ήδη έχουν μία φορά οδηγήσει τη χώρα στον γκρεμό. Εκεί που την οδηγεί και σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για αυτό και η απομάκρυνσή της από την εξουσία με τη ψήφο των πολιτών είναι το μόνο μέτρο για να πάρει ανάσα ο τόπος.
Άρθρο της Ρένας Δούρου στην κυριακάτικη Kontranews
ΠΗΓΗ: Unidos.gr