O άνθρωπος που εμπιστεύτηκε η Δόρα Στράτου
Πλουσία Λιακατά
Δασκάλα παραδοσιακών χορών
Είναι από τις γυναίκες εκείνες που έχει ζήσει τα πάντα στη ζωή της. Πολέμους, απελευθερωτικούς αγώνες, εξορίες, ταξίδια σε ολόκληρο τον κόσμο με γνωστά χορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών (συγκρότημα Ελένης Τσαούλη). Ο άνθρωπος εμπιστοσύνης της Δόρας Στράτου και ο στενός συνεργάτης της Ελένης Τσαούλη.
Κατά μεγάλη πιθανότητα, ο τελευταίος εν ζωή σήμερα άνθρωπος που είχε δει ζωντανό τον Άρη Βελουχιώτη στον περίφημο λόγο της Λαμίας και λίγο αργότερα στην πλατεία της Σπερχειάδας μόνο και σκεπτικό για την «επόμενη μέρα». Ο λόγος για την Πλουσία Λιακατά, η οποία, έχοντας σήμερα περάσει τα ενενήντα της χρόνια, συνεχίζει να χορεύει από ζεϊμπέκικο μέχρι τσάμικο. Να τη δεις να χορεύει με τσαλίμια και πιρουέτες το «Είμαι αετός χωρίς φτερά» και να αρχίσεις να συλλογίζεσαι για τη ζωή και τα χρόνια που περνούν με άλλη διάθεση και σκέψη. Πρόσφατα τιμήθηκε από τους ομογενείς της Γερμανίας για τη συμβολή της στη διάδοση των ελληνικών χορών στους Έλληνες της χώρας. Η δασκάλα που έμαθε τους Έλληνες ομογενείς να χορεύουν παραδοσιακούς χορούς.
Η συζήτηση για τη ζωή της και τη σχέση της με τον μαγικό κόσμο των παραδοσιακών χορών έγινε ένα κυριακάτικο μεσημέρι του Αυγούστου 2019 στον χείμαρρο κάτω από τη γέφυρα του Γοργοποτάμου. Εξιστορώντας μας, παρέα με τον «στρατηγό», όλη την ιστορία της ανατίναξης, όπως την άκουγε στο Καρπενήσι όταν ήταν με τον Άρη. Για εκείνο το «παράξενο λάθος» την ώρα της ανατίναξης. Για τη Δόρα Στράτου και τις ιστορίες που της είχε διηγηθεί για τον πατέρα της Νικόλαο Στράτο (έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1922 για έξι μόλις ημέρες, καταδικάστηκε ως ένας εκ των βασικών υπαιτίων για τη Μικρασιατική Καταστροφή στη Δίκη των Έξι και εκτελέστηκε στις 15 Νοεμβρίου 1922 στο Γουδί).
«Η Δόρα Στράτου με αγαπούσε και με εμπιστευόταν όσο λίγους ανθρώπους. Μια γυναίκα τόσο μοναδική, όσο και δύσκολη. Φεύγοντας για τη Γερμανία μετά τα γεγονότα της Μικράς Ασίας και την εκτέλεση του πατέρα της μαζί με τον αδελφό της, έδωσε μεγάλες μάχες για να τα καταφέρει, κάνοντας πολλές δουλειές και αποκτώντας ιδιαίτερα σκληρά χαρακτηριστικά.
Γεγονός που την έκανε να εμπιστεύεται παρά πολύ δύσκολα ανθρώπους. Φανταστείτε πως έμπαινε στο γραφείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τον οποίο είχαν μια πολύ ιδιαίτερη σχέση, σαν μαινόμενος ταύρος. Όταν, μάλιστα, δεν της γινόταν το χατίρι, δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμά της. Όταν ήθελε να οργανωθεί ένα ταξίδι, με έστελνε πάντα στη θέση της με την επισήμανση: ”Συνεννοηθείτε με την Πλουσία, είναι σαν να είμαι εγώ”. Σε μια αφιέρωση που μου είχε κάνει το 1979, αναφέρει: ”Στην πολύ αγαπητή μου Πλουσία με το όνομα – πλουσία στην καρδιά, πλουσία στην αγάπη της για τους ανθρώπους. Όλες μου τις ευχές, να ‘σαι καλά γιατί σε χρειάζονται οι άνθρωποι”».
Δόρα Στράτου 1979. «Ιδιαίτερος, από πολλές απόψεις, άνθρωπος. Μεγάλη τύχη που συνεργάστηκα μαζί του. Τώρα, για να γυρίσουμε και στα καθ’ ημάς, εγώ είχα πάντα μια έμφυτη αγάπη για την κίνηση. Σε αντίξοες συνθήκες και καταστάσεις μετά την Κατοχή και προς το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και σε τόπους όπως η Μακρόνησος και η Χίος, έμαθα τους παραδοσιακούς χορούς. Στην εξορία έπαιρνα γυναίκες από κάθε μία περιοχή, από το Σουφλί μέχρι την Κρήτη, και τις έβαζα να με μαθαίνουν παραδοσιακούς χορούς. Μέσα και έξω από τις μικρές σκηνές, στη λάσπη, στο κρύο και στο χιόνι, έμαθα τον ρυθμό και την κίνηση. Ρωτούσα την κάθε μία για την καταγωγή της και την έβαζα να μου μαθαίνει τους τοπικούς παραδοσιακούς χορούς. Όμως, ήθελα να ξέρω και χορούς πέρα από τα στενά τοπικά ελληνικά πλαίσια. Στη Χίο, όταν ήμασταν εξορία, η γυναίκα του Γιάννη Κάτρη, η Καίτη, με έμαθε τους παραδοσιακούς χορούς της Αλσατίας. Συν το γεγονός που εμένα μέχρι σήμερα μου έχει μείνει βαθιά χαραγμένο και, κατά κάποιον τρόπο, συνδέεται με τους ευρωπαϊκούς χορούς. Στην εκδήλωση που έγινε για να γιορταστεί η απελευθέρωση στη Λαμία το 1944, είχαμε ένα συμβάν που θα μπορούσαμε να πούμε πως σηματοδότησε τη μετέπειτα χορευτική μου πορεία. Είχαμε ετοιμάσει ένα σύντομο χορευτικό προς τιμή των επισήμων, κυρίως, προσκεκλημένων μας. Μεταξύ αυτών, ο Κρις Γουντχάουζ, ο Έντι Μάγιερς και ο Γκριγκόρι Ποπόφ.
Ξεκινάμε χορεύοντας πεντοζάλη, που είναι ένας γρήγορος χορός και απαιτεί ταχύτητα, συγχρονισμό και κίνηση. Σιγά-σιγά, κάποιες κοπέλες από το χορευτικό δεν τα κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το τέλος και άρχισαν να αποσύρονται. Μένουμε εγώ και μια φίλη μου, η Μαρία Μπεΐκου, η οποία ψιθυριστά μου λέει, ”κουράστηκα, θα βγω”. Έτσι, βρίσκομαι μόνη στη μέση της πίστας, με την ορχήστρα να παίζει ολοένα και πιο δυνατά κι αυτό γιατί οι μουσικοί (ήταν όλοι φίλοι μου από το Μεσολόγγι) ήθελαν να με ”κουρδίσουν”. Ξαφνικά, βλέπω τον Ποπόφ να σηκώνεται και να βάζει τα χέρια σταυρωτά. Με πλησιάζει στη μέση της πίστας και αρχίζουμε να χορεύουμε αντικριστά. Όσο περνούσε η ώρα, η ένταση του χορού δυνάμωνε σε τέτοιο βαθμό που δυσκολευόσουν να αναπνεύσεις. Τελικά καταλήξαμε αγκαλιά να κλείνουμε τον χορό σε παρατεταμένα χειροκροτήματα.
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μεσολόγγι σε μια εποχή όπου οι ελληνικοί τόποι είχαν ταυτότητα και ο καθένας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Όπως σας είπα, αγαπούσα την κίνηση και τον χορό από πολύ μικρή ηλικία και είχα την τύχη να βρεθώ ανάμεσα σε γυναίκες από όλη την Ελλάδα που ήξεραν τους χορούς του τόπου τους στα ”πέτρινα” μεταπολεμικά χρόνια.
Kομβικό σημείο, όμως, αποτέλεσε η επαφή και συνεργασία μου με την Ελένη Τσαούλη. Δασκάλα παραδοσιακών χορών με δικό της συγκρότημα, που είχε ιδρύσει στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Εκεί συνδέθηκαν οι ζωές και οι δραστηριότητές μας. Η Ελένη, ένας άνθρωπος της προσφοράς με γνώσεις και βαθιά κλασική παιδεία στον χορό, προσπάθησε να μεταδώσει ό,τι ήξερε κι ας ήταν δύσκολο στα παιδιά του συγκροτήματος.
Ήταν παιδιά που προέρχονταν από φτωχές και εργατικές οικογένειες. Το καθένα κουβαλούσε τον πολιτισμό του τόπου του και έτσι έγινε ένα πάντρεμα της γνώσης του χορού από τη δασκάλα με την παράδοση του κάθε τόπου από τους μαθητές. Αργότερα, έχουμε τη συνάντηση του συγκροτήματος με τη Δόρα Στράτου, η οποία εκτίμησε την ποιότητα της δουλειάς μας και η συνεργασία μας αποδείχτηκε πολύτιμη.
Όταν, δυστυχώς, η Ελένη έφυγε από τη ζωή, ανέλαβα την υποχρέωση να συνεχιστεί το έργο της. Το ”συγκρότημα ελληνικών λαϊκών χορών Ελένη Τσαούλη” στάθηκε στο επίπεδο που η ίδια είχε δημιουργήσει για δεκαετίες και συνέχισε μια σταθερά ανοδική πορεία, κάνοντας συνεργασίες με σημαντικούς δημιουργούς της μουσικής παράδοσης και του χορού. Ταξίδεψε και μετέφερε τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό στα πέρατα της γης. Αν μη τι άλλο, μοναδική και τεράστια επιτυχία».